εώρημα

εώρημα
ἐώρημα, -ατος, τὸ (Α)
1. δ. γρφ. τού αἰώρημα*
2. μηχανή που κρέμεται στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρημα αντί αιώρημα (βλ. εώρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”